βαρόνη

βαρόνη
η
η γυναίκα ή η κόρη του βαρόνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θάτσερ, Μάργκαρετ — (Margaret Hilda Roberts Thatcher, Γκράνθαμ, Λινκολσάιαρ 1925 –). Αγγλίδα πολιτικός και πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1979 90). Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και νομική. Εντάχθηκε στο Συντηρητικό Κόμμα και το 1959 εξελέγη… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερλινγκ — (Mayerling). Τοποθεσία της Κάτω Αυστρίας, που αποτελεί μέρος της κοινότητας της Αλάντ. Βρίσκεται σε απόσταση 24 χλμ. από τη Βιέννη, πάνω στον ποταμό Σβέχατ, παραπόταμο του Δούναβη. Στις 30 Ιανουαρίου του 1889, στο κυνηγετικό περίπτερο του Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μακρινός ή Μακρηνός, Ιωάννης — (13ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Υπηρετούσε στον στρατό του βασιλιά της Νίκαιας Ιωάννη Γ’ Δούκα ή Βατάτζη και πήρε μέρος στη νικηφόρα εκστρατεία εναντίον του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Άγγελου Κομνηνού. Το 1259 συνέβαλε στην ανάρρηση στον θρόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”